- πτερυγοποίκιλος
- πτερῠγο-ποίκῐλος, ον,A with particoloured wings, ἀτταγᾶς prob. cj. in Ar.Av.249 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερυγοποίκιλος — ον, Α αυτός που έχει πολύχρωμες φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + ποικίλος «πολύχρωμος»] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek